- πολύχειρ
- ο, η, ΝΜΑαυτός που έχει πολλά χέρια, πολύχειροςαρχ.αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατιωτών («πολύχειρ δύναμις», Ηράκλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. εκατόγ-χειρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύχειρ — with many hands masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχειρα — πολύχειρ with many hands masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχειρας — πολύχειρ with many hands masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχειρες — πολύχειρ with many hands masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PULCHERIA — beata et pia Imperatrix, filia Arcadii, soror Theodosii Iun. An. aetat. 16. a fratre Theodosio, Augusta pronuntiata, cum ipso imperavit. Fratrem egregie educatum, ut supra sexum prudens erat, dein cum Athenaide, Leontii filia, quae in baptismo… … Hofmann J. Lexicon universale
πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՁԵՌՆ — ( ) NBH 1 410 Chronological Sequence: 6c, 8c, 11c ա. πολύχειρ multimanus, numerosus Որ իցէ բազում ձեռն, այսինքն չափ եւ թիւ զինուորական ուժոյ, կամ բազմութիւն արանց ուժաւորաց. բազմաթիւ. յոքնախումբ. յաճախագունդ. (որոյ ներհակն Սակաւաձեռն ասի). շատւոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)